- μεταγλωττίζω
- μετ. переводить (чаще с кафаревусы на димотику)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταγλωττίζω — μεταγλωττίζω, μεταγλώττισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταγλωττίζω — (Μ μεταγλωττίζω) μεταφέρω κείμενο από μια γλώσσα σε άλλη, μεθερμηνεύω, μεταφράζω νεοελλ. μεταφέρω κείμενο από μια μορφή γλώσσας σε άλλη τής ίδιας γλώσσας («δυσκολεύτηκα να μεταγλωττίσω το αρχαίο κείμενο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γλῶττα… … Dictionary of Greek
μεταγλωττίζω — μεταγλώττισα, μεταγλωττίστηκα, μεταγλωττισμένος 1. μεταφέρω κείμενο από μια γλώσσα σε μια άλλη: Μεταγλωττισμένη κινηματογραφική ταινία. 2. μεταφέρω κείμενο από την καθαρεύουσα στη δημοτική: Μεταγλώττισαν το Σύνταγμα του 1896 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγλωττώ — μεταγλωττῶ (Μ) 1. μεταγλωττίζω 2. ετυμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω, κατά τα συνηρημένα ρήματα] … Dictionary of Greek
αμεταγλώττιστος — η, ο [μεταγλωττίζω] 1. (για γραπτά κείμενα) αυτός που δεν μεταγλωττίστηκε ή δεν μπορεί να μεταγλωττιστεί, να μεταφερθεί δηλαδή από μια γλώσσα σε άλλη … Dictionary of Greek
αφερμηνεύω — ἀφερμηνεύω (Α) 1. ερμηνεύω, αναπτύσσω 2. μεταφράζω, μεταγλωττίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ερμηνεύω] … Dictionary of Greek
διαπορθμεύω — (AM διαπορθμεύω) 1. περνάω απέναντι κάποιον μέσω πορθμού 2. διαπεραιώνω με πλοίο ή βάρκα από τη μία όχθη ποταμού ή λίμνης στην απέναντι ή από την ακτή στο πλοίο και αντιστρόφως αρχ. 1. μτφ. διαβιβάζω, μεταδίδω 2. ανακοινώνω, επεξηγώ 3. μεταφράζω … Dictionary of Greek
ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετάγω — (ΑM μετάγω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.) μσν. αρχ. 1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.) 2. οδηγώ κάποιον από … Dictionary of Greek
μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω … Dictionary of Greek